- λαλιάν
- λαλιά̱ν , λαλιάtalkfem acc sg (attic doric aeolic)λαλιά̱ν , λαλιήtalkfem acc sg (attic doric aeolic)λαλιά̱ν , λαλιόςfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πουλί — και παλ. τ. πουλλί, το, ΝΜ πτηνό («καθ ἕνα δ ἀπὸ τὰ πουλιὰ κηλάδει τὴν λαλιὰν του», Διγεν. Ακρ.) νεοελλ. 1. νεοσσός, κυρίως κότας 2. μτφ. πέος 3. φρ. α) «ελεύθερος σαν πουλί» χωρίς καμία δέσμευση ή υποχρέωση β) «τρέχει σαν πουλί» τρέχει πάρα πολύ … Dictionary of Greek
υπερόριος — α, ο / ὑπερόριος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, και ποιητ. ιων. τ. ὑπερούριος, ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται ή τελείται πέρα από τα όρια ενός κράτους 2. το θηλ. ως ουσ. η υπερορία α) η πέρα από τα όρια ενός κράτους χώρα, η ξενιτιά (α. «έζησε χρόνια… … Dictionary of Greek